Συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1939 έως το 1994 και 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985.
Στην ιδιωτική της ζωή όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη και αυτό γιατί αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Τότε σε αυτές τις περιπτώσεις απαντούσε με το μοναδικό κερκυραϊκό της τρόπο: "Μωρή αϊ στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό! Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω"!
Βαθιά θρησκευόμενη, γενναιόδωρη με τους νέους ηθοποιούς, αγαπούσε τα ζώα, ήταν μανιώδης καπνίστρια και το χόμπι της ήταν το ψάρεμα και η μαγειρική.
Αυτή ήταν η Ρένα Βλαχοπούλου!
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Σε ηλικία 16 χρονών, τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Τότε, στο βαριετέ "Όασις", στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου, στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου.
Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1942 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο. Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον" που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο. Εμφανίζεται στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη, αδελφές Καλουτά.
Το διάστημα 1951-54 τραγουδά σε διάφορες επιθεωρήσεις, συνεργάζεται με θιάσους και το 1953 συγκοτεί θίασο μαζί με τους Αλέκο Λειβαδίτη, Μαρίκα Κρεββατά, Ρένα Ντορ, Γιώργο Γαβριηλίδη με τον οποίο περιοδεύει στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση "Σουσουράδα". Η ίδια είπε αργότερα:
"Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός".
Η καταξίωση
Η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956 με την ταινία "Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες". Πρόκειται για την η ιστορία μιας Κερκυραίας που έρχεται στην Αθήνα. Η ταινία θα έχει μεγάλη επιτυχία, ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια.
Επέστρεψε στον κινηματογράφο το 1962, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου "Όταν λείπει η γάτα". Την ίδια χρονιά έπαιξε στην ταινία "Μερικοί το προτιμούν κρύο" του Γιάννη Δαλιανίδη. Αν και ο Φίνος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στην ταινία αυτή, ο Δαλιανίδης επέμεινε και δικαιώθηκε. Η ταινία ήταν μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς 1962-63 με περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και καθιέρωσε τη Ρένα Βλαχοπούλου ως σταρ του μιούζικαλ.
Το 1963 πρωταγωνίστησε στις ταινίες "Ένα κορίτσι για δύο" (500.000 εισιτήρια) και "Κάτι να καίει" (750.000 εισιτήρια, πρώτη εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις). Ακολουθούν το 1964 οι ταινίες "Η χαρτοπαίχτρα" (μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, 600.000 εισιτήρια, τρίτη ταινία εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις, μαζί με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, Σαπφώ Νοταρά, Κώστα Βουτσά)
Ακολούθησε το "Κορίτσια για φίλημα" (750.000 εισιτήρια, πρώτη ταινία σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά. Το 1965 πρωταγωνίστησε στις ταινίες "Φωνάζει ο κλέφτης" και "Ραντεβού στον αέρα", με τους Κώστα Βουτσά, Ελένη Προκοπίου, Μάρθα Καραγιάννη, κ.α..
Το 1965 της έγινε η πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, "Μία τρελλή τρελλή οικογένεια" και να ενσαρκώσει την περίφημη «Πάστα Φλώρα» πλάι στους αξέχαστους Αλέκο Αλεξανδράκη και Τζένη Καρέζη. Αρνήθηκε διότι, όπως δήλωσε σε συνέντευξη της μεταγενέστερα, ήταν μικρή σε ηλικία τότε για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης και έτσι ο ρόλος αυτός δόθηκε στη Μαίρη Αρώνη, η οποία τον ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία.
"Ίσως να ήταν λάθος", θα συμπληρώσει η Ρένα στην συγκεκριμένη συνέντευξη.
Το 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος τους έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς. Με τον Λαφαζάνη έζησαν αγαπημένοι ως τον θάνατό της. Από κανένα γάμο της δεν απέκτησε παιδιά. Σχετικά με αυτό το θέμα δήλωσε σε μια συνέντευξή της: "Εμένα προσωπικά δε μου έλειπε το παιδί. Απλά για το Γιώργο μου ήθελα να το κάνω. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσα να είμαι κοντά του να το μεγαλώσω εγώ σωστά και όχι οι ξένες γυναίκες. Να κάνω ο,τι κάνουν όλες οι μάνες του κόσμου. Ίσως ο Θεός δεν μου έδωσε παιδιά γιατί με είχε προορίσει για άλλο σκοπό".
Το 1966 μετακόμισε στην Καραγιάννης Καρατζόπουλος και γύρισε τη "Βουλευτίνα" και το 1967 το "Βίβα Ρένα". Το 1968 υποδύθηκε τη "Ζηλιάρα" στην ομώνυμη ταινία, μια γυναίκα που ζηλεύει παθολογικά, χωρίς λόγο και αιτία, τον σύζυγο της. Το 1969 επέστρεψε στη Φίνος Φιλμ με την ταινία "Παριζιάνα" που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ακολούθησαν το 1970 οι ταινίες "Μια τρελή σαραντάρα" και "Η θεία μου η χίπισσα", το 1971 οι "Μια Ελληνίδα στο χαρέμι" και "Ζητείται επειγόντως γαμπρός" και το 1972 η "Κόμισσα της Κέρκυρας" και η "Η Ρένα είναι οφσάιντ" (190.000 εισιτήρια). Στις ταινίες τής άρεσε, παραβιάζοντας το σενάριο, να αυτοσχεδιάζει. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισήλθε σε περίοδο παρακμής, λόγω κυρίως της τηλεόρασης. Η Ρένα Βλαχοπούλου για τα επόμενα επτά χρόνια δεν γύρισε ταινίες.
Επανήλθε στον κινηματογράφο το 1979 με τις "Φανταρίνες" (300.000 εισιτήρια). Ακολούθησαν οι ταινίες: το 1980 "Ρένα να η ευκαιρία" (250.000 εισιτήρια), το 1981 "Της πολιτσμάνας το κάγκελο" (200.000 εισιτήρια), το 1982 "Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος" (150.000 εισιτήρια), το 1983 "Η σιδηρά κυρία". Το 1985 πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία "Ρένα τα ρέστα σου".
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της
Το 1988 αρρώστησε από γαστρορραγία. Άρχισε η σταδιακή κάμψη της, καθώς δεν θα είναι ποτέ πια τόσο εκρηκτική και ζόρικη όπως ήταν ως τότε γνωστή και θα τραγουδά πλέϊ μπακ. Παρόλα αυτά συνέχισε να είναι παρούσα στο θέατρο, εισπράττοντας την αγάπη και τα χειροκροτήματα του κοινού. Το 1990 ήταν η εποχή που γεννήθηκε η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση και η ηθοποιός υπέγραψε με τον ΑΝΤ1 συμβόλαιο και τη δεύτερη τηλεοπτική περίοδο λειτουργίας του σταθμού (1990-1991) έπαιξε στη σειρά "Μάμα μία" και την επόμενη περίοδο (1991-1992) στο "Μάλιστα κύριε" με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο. Συνάμα την χειμερινή αυτή περίοδο εμφανιζόταν στο μουσικό θέατρο Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου της Αθήνας σε ένα νυχτερινό μουσικό πρόγραμμα, πλαισιωμένη απο τους: Δημήτρη Μητροπάνο, Γλυκερία, Γιάννη Μηλιώκα και το συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο. Στο πρόγραμμα αυτό, εκτός από τα τραγούδια που ερμήνευε κάθε βραδιά, απευθυνόταν με το γνώριμο χιούμορ της στους θεατές.
Την περίοδο (1992-1993) έπαιξε για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο "Για την Ελλάδα ρε γαμώ το". Είπε "αντίο" στο θέατρο, την περίοδο (1993-94]) με την "Χαρτοπαίχτρα" του Ψαθά που ανέβηκε στο θέατρο Μπροντγουέι της οδού Αγίου Μελετίου στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με την τραγουδίστρια Αλέξια, στον δίσκο "Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά", τραγουδώντας μαζί την παλιά της επιτυχία "Έχω απόψε ραντεβού".
Το 1995 πραγματοποίησε άλλη μια εμφάνιση στην ιδιωτική τηλεόραση, στο Mega Channel αυτή τη φορά, σε ένα επεισόδιο των "Δέκα μικρών Μήτσων" πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο.
Το 1997 κυκλοφόρησε τον δίσκο Η "Ρένα τραγουδάει τζαζ" επανεκτελώντας παλιές ελληνικές και διασκευασμένες ξένες επιτυχίες υπό την μουσική επιμέλεια του συνθέτη Γιώργου Θεοδοσιάδη. Σε τέσσερα τραγούδια τη συνόδευσαν ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Μάριος Φραγκούλης και η Ντέμπορα Μάγιερς.
Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις "Άγκυρα" με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γεννέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις Τέχνες.
Η Ρένα έφυγε από κοντά μας στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο νοσοκομείο στις 16 Ιουλίου για να εγχειριστεί επειδή υπέστη διάτρηση στομάχου που οφειλόταν σε υποτροπή του σακχάρου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Την επόμενη μέρα η κηδεία της πραγματοποιήθηκε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας "Μάντζαρος" που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.
Μια ζωή γεμάτη από χαρές, λύπες, έρωτες, επιτυχίες, δημιουργίες, γέλιο, δάκρυα και πολλή αγάπη. Ήταν η ζωή της αρτίστα Ρένας Βλαχοπούλου...
Γιώργος Σκρομπόλας
Πηγη:
Στην ιδιωτική της ζωή όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη και αυτό γιατί αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Τότε σε αυτές τις περιπτώσεις απαντούσε με το μοναδικό κερκυραϊκό της τρόπο: "Μωρή αϊ στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό! Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω"!
Βαθιά θρησκευόμενη, γενναιόδωρη με τους νέους ηθοποιούς, αγαπούσε τα ζώα, ήταν μανιώδης καπνίστρια και το χόμπι της ήταν το ψάρεμα και η μαγειρική.
Αυτή ήταν η Ρένα Βλαχοπούλου!
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Σε ηλικία 16 χρονών, τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Τότε, στο βαριετέ "Όασις", στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου, στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου.
Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1942 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο. Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον" που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο. Εμφανίζεται στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη, αδελφές Καλουτά.
Το διάστημα 1951-54 τραγουδά σε διάφορες επιθεωρήσεις, συνεργάζεται με θιάσους και το 1953 συγκοτεί θίασο μαζί με τους Αλέκο Λειβαδίτη, Μαρίκα Κρεββατά, Ρένα Ντορ, Γιώργο Γαβριηλίδη με τον οποίο περιοδεύει στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση "Σουσουράδα". Η ίδια είπε αργότερα:
"Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός".
Η καταξίωση
Η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956 με την ταινία "Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες". Πρόκειται για την η ιστορία μιας Κερκυραίας που έρχεται στην Αθήνα. Η ταινία θα έχει μεγάλη επιτυχία, ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια.
Επέστρεψε στον κινηματογράφο το 1962, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου "Όταν λείπει η γάτα". Την ίδια χρονιά έπαιξε στην ταινία "Μερικοί το προτιμούν κρύο" του Γιάννη Δαλιανίδη. Αν και ο Φίνος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στην ταινία αυτή, ο Δαλιανίδης επέμεινε και δικαιώθηκε. Η ταινία ήταν μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς 1962-63 με περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και καθιέρωσε τη Ρένα Βλαχοπούλου ως σταρ του μιούζικαλ.
Το 1963 πρωταγωνίστησε στις ταινίες "Ένα κορίτσι για δύο" (500.000 εισιτήρια) και "Κάτι να καίει" (750.000 εισιτήρια, πρώτη εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις). Ακολουθούν το 1964 οι ταινίες "Η χαρτοπαίχτρα" (μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, 600.000 εισιτήρια, τρίτη ταινία εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις, μαζί με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, Σαπφώ Νοταρά, Κώστα Βουτσά)
Ακολούθησε το "Κορίτσια για φίλημα" (750.000 εισιτήρια, πρώτη ταινία σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά. Το 1965 πρωταγωνίστησε στις ταινίες "Φωνάζει ο κλέφτης" και "Ραντεβού στον αέρα", με τους Κώστα Βουτσά, Ελένη Προκοπίου, Μάρθα Καραγιάννη, κ.α..
Το 1965 της έγινε η πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, "Μία τρελλή τρελλή οικογένεια" και να ενσαρκώσει την περίφημη «Πάστα Φλώρα» πλάι στους αξέχαστους Αλέκο Αλεξανδράκη και Τζένη Καρέζη. Αρνήθηκε διότι, όπως δήλωσε σε συνέντευξη της μεταγενέστερα, ήταν μικρή σε ηλικία τότε για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης και έτσι ο ρόλος αυτός δόθηκε στη Μαίρη Αρώνη, η οποία τον ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία.
"Ίσως να ήταν λάθος", θα συμπληρώσει η Ρένα στην συγκεκριμένη συνέντευξη.
Το 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος τους έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς. Με τον Λαφαζάνη έζησαν αγαπημένοι ως τον θάνατό της. Από κανένα γάμο της δεν απέκτησε παιδιά. Σχετικά με αυτό το θέμα δήλωσε σε μια συνέντευξή της: "Εμένα προσωπικά δε μου έλειπε το παιδί. Απλά για το Γιώργο μου ήθελα να το κάνω. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσα να είμαι κοντά του να το μεγαλώσω εγώ σωστά και όχι οι ξένες γυναίκες. Να κάνω ο,τι κάνουν όλες οι μάνες του κόσμου. Ίσως ο Θεός δεν μου έδωσε παιδιά γιατί με είχε προορίσει για άλλο σκοπό".
Το 1966 μετακόμισε στην Καραγιάννης Καρατζόπουλος και γύρισε τη "Βουλευτίνα" και το 1967 το "Βίβα Ρένα". Το 1968 υποδύθηκε τη "Ζηλιάρα" στην ομώνυμη ταινία, μια γυναίκα που ζηλεύει παθολογικά, χωρίς λόγο και αιτία, τον σύζυγο της. Το 1969 επέστρεψε στη Φίνος Φιλμ με την ταινία "Παριζιάνα" που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ακολούθησαν το 1970 οι ταινίες "Μια τρελή σαραντάρα" και "Η θεία μου η χίπισσα", το 1971 οι "Μια Ελληνίδα στο χαρέμι" και "Ζητείται επειγόντως γαμπρός" και το 1972 η "Κόμισσα της Κέρκυρας" και η "Η Ρένα είναι οφσάιντ" (190.000 εισιτήρια). Στις ταινίες τής άρεσε, παραβιάζοντας το σενάριο, να αυτοσχεδιάζει. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισήλθε σε περίοδο παρακμής, λόγω κυρίως της τηλεόρασης. Η Ρένα Βλαχοπούλου για τα επόμενα επτά χρόνια δεν γύρισε ταινίες.
Επανήλθε στον κινηματογράφο το 1979 με τις "Φανταρίνες" (300.000 εισιτήρια). Ακολούθησαν οι ταινίες: το 1980 "Ρένα να η ευκαιρία" (250.000 εισιτήρια), το 1981 "Της πολιτσμάνας το κάγκελο" (200.000 εισιτήρια), το 1982 "Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος" (150.000 εισιτήρια), το 1983 "Η σιδηρά κυρία". Το 1985 πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία "Ρένα τα ρέστα σου".
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της
Το 1988 αρρώστησε από γαστρορραγία. Άρχισε η σταδιακή κάμψη της, καθώς δεν θα είναι ποτέ πια τόσο εκρηκτική και ζόρικη όπως ήταν ως τότε γνωστή και θα τραγουδά πλέϊ μπακ. Παρόλα αυτά συνέχισε να είναι παρούσα στο θέατρο, εισπράττοντας την αγάπη και τα χειροκροτήματα του κοινού. Το 1990 ήταν η εποχή που γεννήθηκε η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση και η ηθοποιός υπέγραψε με τον ΑΝΤ1 συμβόλαιο και τη δεύτερη τηλεοπτική περίοδο λειτουργίας του σταθμού (1990-1991) έπαιξε στη σειρά "Μάμα μία" και την επόμενη περίοδο (1991-1992) στο "Μάλιστα κύριε" με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο. Συνάμα την χειμερινή αυτή περίοδο εμφανιζόταν στο μουσικό θέατρο Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου της Αθήνας σε ένα νυχτερινό μουσικό πρόγραμμα, πλαισιωμένη απο τους: Δημήτρη Μητροπάνο, Γλυκερία, Γιάννη Μηλιώκα και το συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο. Στο πρόγραμμα αυτό, εκτός από τα τραγούδια που ερμήνευε κάθε βραδιά, απευθυνόταν με το γνώριμο χιούμορ της στους θεατές.
Την περίοδο (1992-1993) έπαιξε για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο "Για την Ελλάδα ρε γαμώ το". Είπε "αντίο" στο θέατρο, την περίοδο (1993-94]) με την "Χαρτοπαίχτρα" του Ψαθά που ανέβηκε στο θέατρο Μπροντγουέι της οδού Αγίου Μελετίου στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με την τραγουδίστρια Αλέξια, στον δίσκο "Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά", τραγουδώντας μαζί την παλιά της επιτυχία "Έχω απόψε ραντεβού".
Το 1995 πραγματοποίησε άλλη μια εμφάνιση στην ιδιωτική τηλεόραση, στο Mega Channel αυτή τη φορά, σε ένα επεισόδιο των "Δέκα μικρών Μήτσων" πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο.
Το 1997 κυκλοφόρησε τον δίσκο Η "Ρένα τραγουδάει τζαζ" επανεκτελώντας παλιές ελληνικές και διασκευασμένες ξένες επιτυχίες υπό την μουσική επιμέλεια του συνθέτη Γιώργου Θεοδοσιάδη. Σε τέσσερα τραγούδια τη συνόδευσαν ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Μάριος Φραγκούλης και η Ντέμπορα Μάγιερς.
Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις "Άγκυρα" με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γεννέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις Τέχνες.
Η Ρένα έφυγε από κοντά μας στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο νοσοκομείο στις 16 Ιουλίου για να εγχειριστεί επειδή υπέστη διάτρηση στομάχου που οφειλόταν σε υποτροπή του σακχάρου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Την επόμενη μέρα η κηδεία της πραγματοποιήθηκε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας "Μάντζαρος" που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.
Μια ζωή γεμάτη από χαρές, λύπες, έρωτες, επιτυχίες, δημιουργίες, γέλιο, δάκρυα και πολλή αγάπη. Ήταν η ζωή της αρτίστα Ρένας Βλαχοπούλου...
Γιώργος Σκρομπόλας
Πηγη:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου