«Σ' αυτό το μέρος νοιώθεις ότι υπάρχει μία αόρατη δύναμη, που σε ωθεί να πεις την ιστορία», λέει ο σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης, που μετέφερε στη μικρή οθόνη το μπεστ σέλερ για το δράμα της Σπιναλόγκας. Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνθηκε και η Αγγλίδα συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ, που αναβίωσε μέσα από το μυθιστόρημα της «Το νησί» μια στιγματισμένη εποχή, που κανείς δεν ήθελε να θυμάται.
Μετά το 1957, όταν έφυγε και ο τελευταίος ασθενής, ακολούθησαν χρόνια εγκατάλειψης και ερήμωσης στη Σπιναλόγκα, μήπως και σβηστούν από τη συλλογική μνήμη όσα συνέβησαν στις αρχές του 20ου αιώνα στο νησί «των ζωντανών νεκρών», τόπο εξορίας των Χανσενικών (λεπρών). Μέχρι που, καιρό μετά, το ανακάλυψαν ξανά οι τουρίστες…
Όμως, η Σπιναλόγκα δεν ξεκίνησε σαν τόπος εξορίας. Έχει ένδοξες σελίδες η ιστορία της. Οχυρωμένη από την αρχαιότητα, αξιοποιήθηκε από τους Ενετούς στους οποίους οφείλει και το όνομα της Spira Lunga, που σημαίνει «μακρύ αγκάθι». Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους (1649), η Σπιναλόγκα έμεινε στα χέρια των Ενετών άλλα 65 χρόνια, γεγονός που οφείλεται στην άρτια οχύρωση της.
Όλο αυτό το διάστημα έβρισκαν εκεί καταφύγιο οι επαναστάτες Κρητικοί, γνωστοί ως «Χαΐνηδες», που επειδή δεν άντεξαν τις λεηλασίες και τους σκοτωμούς από τους Τούρκους κατακτητές, ανέβηκαν στο βουνό και άρχισε το αντάρτικο με τις συνεχείς επαναστάσεις έως το 1898 που έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος από την Κρήτη.
Κατά την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν πάτησαν το πόδι τους στο νησί, γι αυτό λειτούργησαν εκεί παράνομα ραδιόφωνα, ενώ ο γιατρός διευθυντής του νοσοκομείου Γραμματικάκης αντέγραφε τις ειδήσεις και τις μοίραζε σαν δελτία ειδήσεων.
O χαρακτήρας της Σπιναλόγκας άλλαξε δραματικά, όταν ο ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, πρίγκηπας Γεώργιος, αποφάσισε στις 30 Μαϊου του 1903 την ίδρυση «λεπροκομείου» στο νησί αρχικά για τους λεπρούς της Κρήτης, και στη συνέχεια όλης της χώρας. Συνήθως μεταφέρονταν οι πιο «άτακτοι» και «αντιδραστικοί» ασθενείς. Σταδιακά η Σπιναλόγκα λειτούργησε ως «διεθνές λεπροκομείο της Ευρώπης».
Παρότι υπήρχαν γιατρός και νοσηλευτικό προσωπικό οι συνθήκες διαβίωσης στο νησί ήταν άθλιες. Όσοι είχαν δυνάμεις, ασχολούνταν με το ψάρεμα και την καλλιέργεια κηπευτικών. Πολλές φορές στην απελπισία τους δραπέτευαν αναζητώντας κάτι να φάνε στα κοντινά χωριά. Όταν γίνονταν αντιληπτοί κλείνονταν για σωφρονισμό σε φυλακή η οποία βρισκόταν σε βράχο και αργότερα καταργήθηκε ως απάνθρωπη. Πολλοί πέθαναν αβοήθητοι και μέσα σε φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι από την αρρώστια.
«Πρόκειται για κόλαση που μόνον η φαντασία ενός Δάντη θα μπορούσε να περιγράψει», έγραφε στον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 6 Αυγούστου 1925 ο νομάρχης Λασιθίου μετά την επίσκεψή του στη Σπιναλόγκα, προσθέτοντας ότι «ακόμη και ως τάφος είναι ανεπαρκής».
Σημειώνεται ότι κάτοικοι του νησιού, που δεν ήταν ασθενείς, αλλά δεν ήθελαν να αποχωριστούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα ακολούθησαν στην εξορία. Ώσπου, το 1948 ανακαλύφθηκε το πρώτο φάρμακο κατά της ασθένειας του Χάνσεν και η Σπιναλόγκα άρχισε να αδειάζει.
πηγη ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου